- αμφοτεροδύναμος
- ἀμφοτεροδύναμος, -ον (Α)(για τον Δία) αυτός που έχει διττή δύναμη, για το καλό ή το κακό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -δύναμος < δύναμις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφοτεροδύναμος — with power for good or ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek